- παραδρόμῳ
- παράδρομοςthat may be run throughmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραδρομώ — άω παραδρομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δρόμος (πρβλ. παρα δρομίζω)] … Dictionary of Greek